κοχλασμός

κοχλασμός
ο [κοχλάζω]
ο κρότος που παράγεται από ισχυρό βρασμό υγρού κατά την αθρόα έκλυση φυσαλλίδων τού ατμού του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοχλασμός — ο 1. ο θόρυβος που παράγεται από τον ισχυρό βρασμό υγρού, χοχλάκισμα. 2. ψυχική ταραχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόχλασμα — το (Α κόχλασμα) [κοχλάζω] κοχλασμός …   Dictionary of Greek

  • κόχλος — (I) ο (AM κόχλος) 1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ… …   Dictionary of Greek

  • πάφλασμα — το, ΝΑ [παφλάζω] ο ήχος τών ανακινούμενων κυμάτων ή τών κυμάτων που σκάνε στην ακτή, το ανάβρασμα, παφλασμός νεοελλ. 1. ο θόρυβος τού νερού που τρέχει ορμητικά 2. ο θόρυβος υγρού που βράζει, κοχλασμός αρχ. στον πληθ. τὰ παφλάσματα οι κομπασμοί,… …   Dictionary of Greek

  • χουρχούλισμα — το, Ν [χουρχουλίζω] χοχλάκισμα, κοχλασμός …   Dictionary of Greek

  • χοχλάκιασμα — το, Ν [χοχλακιάζω] κοχλασμός …   Dictionary of Greek

  • χοχλάκισμα — το, Ν [χοχλακίζω] χοχλάκιασμα, κοχλασμός …   Dictionary of Greek

  • χοχλάκιασμα — χοχλάκιασμα, το και χοχλάκισμα, το, ατος η ενέργεια του χοχλακιάζω, κοχλασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χόχλος — χόχλος, ο και χοχλός, ο 1. κοχλασμός. 2. ανάβρυσμα νερού από πηγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”